χειλεόφωνος

χειλεόφωνος
και χειλόφωνος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που εκφωνείται με τα χείλη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειλεόφωνα
γραμμ. οι χειλικοί φθόγγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό-φωνος. Ο τ. χειλεόφωνος μαρτυρείται από το 1876 στον Ι. Ν. Σταματέλο, ενώ ο τ. χειλόφωνα από το 1889 στον Δ. Παπαγεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • χειλόφωνος — η, ο, Ν βλ. χειλεόφωνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”